Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυγλωσσία
1 εγγραφή
πολυγλωσσία η [poliγlosía] Ο25 : 1. το να χρησιμοποιεί ένας ομιλητής ή μια γλωσσική κοινότητα περισσότερες από δύο γλώσσες (ή και διαλέκτους): Στην Ελβετία υπάρχει ~. 2. η αδυναμία μιας ομάδας να εκφραστεί με ενιαίο και συνεκτικό τρόπο, λόγο: Στην κυβέρνηση επικρατεί μια απαράδεκτη ~.

[λόγ. < ελνστ. πολυγλωσσία (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες