Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυανθρωπία η [polianθropía] Ο25 : η ιδιότητα του πολυάνθρωπου, μεγάλο πλήθος ανθρώπων σε ένα χώρο, σε μια έκταση. ANT ολιγανθρωπία.
[λόγ. < αρχ. πολυανθρωπία]