Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολτός
1 εγγραφή
πολτός ο [poltós] Ο17 : 1. άμορφη, μαλακή και παχύρρευστη μάζα, που παράγεται συνήθ. με διαδικασίες σύνθλιψης, βρασμού ή με άλλους τρόπους επεξεργασίας: α. από διάφορες φυτικές ουσίες, καρπούς κτλ.: ~ ντομάτας· (πρβ. πελτές). ~ φρούτων. Tα φρούτα στο μπλέντερ γίνονται ~. β. από διάφορα άλλα υλικά: Σαπούνι σε πολτό. Tο χαρτί κατασκευάζεται με ειδική επεξεργασία του πολτού της χαρτόμαζας. || Bασιλικός ~, ονομασία πολτώδους ουσίας με πολλά θρεπτικά συστατικά, που παράγεται από τις μέλισσες και προορίζεται για τη διατροφή των απογόνων της βασίλισσας. 2. (μτφ.) α. καθετί που μοιάζει με πολτό: Tο κεφάλι του συνθλίφτηκε κατά τη σύγκρουση κι έγινε ~, πολτοποιήθηκε. β. (αρνητ.) ένα συνονθύλευμα χαλαρό, άμορφο, χωρίς συγκροτημένη υπόσταση: Ένας ~ πειθήνιων κομματικών μελών.

[λόγ. < αρχ. πόλτος (μετακ. τόνου ίσως κατά το πελτές)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες