Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολιτοφύλακας ο [politofílakas] Ο5 : ένοπλος πολίτης, μέλος της πολιτοφυλακής.
[λόγ. πολιτο(φυλακή) + -φύλακας (διαφ. το αρχ. πολιτοφύλαξ `θεός προστάτης των πολιτών΄)]