Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολιτοφύλακας
1 εγγραφή
πολιτοφύλακας ο [politofílakas] Ο5 : ένοπλος πολίτης, μέλος της πολιτοφυλακής.

[λόγ. πολιτο(φυλακή) + -φύλακας (διαφ. το αρχ. πολιτοφύλαξ `θεός προστάτης των πολιτών΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες