Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολιτιστικός
1 εγγραφή
πολιτιστικός -ή -ό [politistikós] Ε1 : που αφορά τον πολιτισμό1, και ειδικότερα, που ευνοεί, υπηρετεί, προωθεί την ανάπτυξή του· (πρβ. εκπολιτιστικός): Πολιτιστικοί σύλλογοι / όμιλοι. Πολιτιστικό επίπεδο ενός λαού. Πολιτιστική ανάπτυξη / πρόοδος / καθυστέρηση. Εβδομάδα πολιτιστικών εκδηλώσεων. Δραστηριότητες πολιτιστικού περιεχομένου. Πολιτιστική πρωτεύουσα* της Ευρώπης. πολιτιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πολιτισ(μός) -τικός (σαν να υπήρχε ρ. *πολιτίζω, σύγκρ. πολιτισμένος) μτφρδ. αγγλ. cultural]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες