Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολιτικαντισμός
1 εγγραφή
πολιτικαντισμός ο [politikandizmós] Ο17 : (μειωτ.) η άσκηση της πολιτικής κατά τρόπο που να εξυπηρετεί μικροσυμφέροντα· μικροπολιτική: Πρέπει να χτυπηθεί ο ~ και το ρουσφέτι.

[λόγ. πολιτικάντ(ης) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες