Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολιτειολόγος
1 εγγραφή
πολιτειολόγος ο [politiolóγos] Ο18 θηλ. πολιτειολόγος [politiolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την πολιτειολογία.

[λόγ. πολιτεί(α) -ο- + -λόγος μτφρδ. γαλλ. politologue· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες