Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολικότητα η [polikótita] Ο28 : 1. (βιολ.) η ύπαρξη διαφορετικών ιδιοτήτων σε δύο συμμετρικά αντίθετα σημεία ενός (οργανικού ή ανόργανου) σώματος: ~ του κυττάρου / του αυγού. 2. (ηλεκτρολ.) ιδιότητα που επιτρέπει να διακρίνονται ο ένας από τον άλλο οι πόλοι μιας ηλεκτρικής πηγής: H ~ του συνεχούς ρεύματος είναι σταθερή. 3. (φυσ.) η ιδιότητα που έχει ένας μαγνήτης ή ένα μαγνητισμένο σώμα να προσανατολίζεται κατά ορισμένη διεύθυνση μέσα στο μαγνητικό πεδίο.
[λόγ. πολικ(ός) -ότης > -ότητα]