Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολίχνη
1 εγγραφή
πολίχνη η [políxni] Ο30 : (λόγ.) μικρή πόλη.

[λόγ. < αρχ. πολίχνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες