Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποινικολόγος
1 εγγραφή
ποινικολόγος ο [pinikolóγos] Ο18 θηλ. ποινικολόγος [pinikolóγos] Ο35 : νομικός που ασχολείται με το ποινικό δίκαιο. || δικηγόρος που αναλαμβάνει ποινικές υποθέσεις.

[λόγ. ποινικ(ός) -ο- + -λόγος μτφρδ. γαλλ. criminologiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες