Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ποινικολογία η [pinikolojía] Ο25 : κλάδος της νομικής επιστήμης, που ασχολείται με το ποινικό δίκαιο.
[λόγ. ποινικ(ός) -ο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. criminologie]