Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποιμαντικός
1 εγγραφή
ποιμαντικός -ή -ό [pimandikós] Ε1 : (εκκλ.) 1. ο ποιμαντορικός: Ποιμαντική ράβδος*. 2. (ως ουσ.) α. η ποιμαντική, μάθημα της θεολογίας που ασχολείται με τη διδασκαλία των μεθόδων πνευματικής καθοδήγησης των πιστών από τους θρησκευτικούς ηγέτες. β. το ποιμαντικό, τμήμα της Θεολογικής Σχολής, όπου διδάσκεται η ποιμαντική.

[λόγ. < ελνστ. ποιμαντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες