Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδοσφαιριστής
1 εγγραφή
ποδοσφαιριστής ο [poδosferistís] Ο7 θηλ. ποδοσφαιρίστρια [poδosfe rístria] Ο27 : αθλητής που ασχολείται με το ποδόσφαιρο επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά· παίκτης του ποδοσφαίρου: Επαγγελματίας / ερασιτέχνης / επιθετικός / αμυντικός / διεθνής ~. Οι είκοσι δύο ποδοσφαιριστές των δύο ομάδων παρατάχθηκαν στη μέση του γηπέδου. Σωματείο ποδοσφαιριστών. Δισεκατομμύρια δίνονται για τις μεταγραφές των ποδοσφαιριστών. Όλοι οι ποδοσφαιριστές της ομάδας βρίσκονται σε φόρμα.

[λόγ. ποδόσφαιρ(ον) -ιστής· λόγ. ποδοσφαιρισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες