Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδοκρότημα
1 εγγραφή
ποδοκρότημα το [poδokrótima] Ο49 : η ενέργεια του ποδοκροτώ κυρίως ως αποδοκιμασία: Mόλις εμφανίστηκε ο σκηνοθέτης, ακούστηκαν ποδοκροτήματα.

[λόγ. ποδο- + -κρότημα κατά το χειροκρότημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες