Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδο
18 εγγραφές [1 - 10]
ποδο- [poδo] & ποδό- [poδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ποδ- [poδ], σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι: 1. (σε σύνθετα ουσιαστικά) αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αφορά τα πόδια, είναι κατάλληλο για τα πόδια: ποδόλουτρο, ποδαστράγαλος· ~μοχλός, ποδόφρενο. 2. (σε σύνθετα ρήματα ή ρηματικά παράγωγα) η ενέργεια που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό εκτελείται, γίνεται με τη χρήση των ποδιών: ~κλοτσώ, ~κροτώ, ~κυλώ, ~πατώ· ~βολητό, ~κύλισμα, ~πάτημα· ~κίνητος.

[1: λόγ. < αρχ. ποδ(ο)- θ. ποδ- του ουσ. πούς -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ποδ-άγρα `παγίδα για τα πόδια, ποδάγρα΄· 2: θ. της λ. πόδ(ι) -ο-]

ποδοβολητό το [poδovolitó] Ο38 : δυνατός θόρυβος από γρήγορο βηματισμό ή τρέξιμο ενός ή συνήθ. περισσότερων ανθρώπων ή ζώων: Tο ~ των αλόγων / του κοπαδιού. Mέσα στη νύχτα ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά.

[ποδοβολ(ώ) `κάνω κρότο τρέχοντας΄ (< ποδο- + -βολώ) -ητό]

ποδόγυρος ο [poδójiros] Ο20 : 1. το κάτω μέρος του υφάσματος των γυναικείων ρούχων, που γυρίζει προς τα μέσα και γαζώνεται: Ξηλώθηκε / κρέμεται ο ~. Tο φουστάνι έχει μεγάλο ποδόγυρο, για να μπορεί να μακρύνει. || (επέκτ.) η κάτω άκρη γυναικείου ρούχου: ~ με φάσα / κεντημέ νος. Ίσιος / στραβός ~. 2. συνεκδοχικά, το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες: Tου αρέσει ο ~. Tρέχει πίσω από / κυνηγάει τον ποδόγυρο.

[ποδο- + γύρος]

ποδοκίνητος -η -ο [poδokínitos] Ε5 : που κινείται, που λειτουργεί με τη δύναμη των ποδιών: ~ τροχός. Ποδοκίνητη ραπτομηχανή.

[λόγ. ποδο- + -κίνητος]

ποδοκρότημα το [poδokrótima] Ο49 : η ενέργεια του ποδοκροτώ κυρίως ως αποδοκιμασία: Mόλις εμφανίστηκε ο σκηνοθέτης, ακούστηκαν ποδοκροτήματα.

[λόγ. ποδο- + -κρότημα κατά το χειροκρότημα]

ποδοκροτώ [poδokrotó] Ρ10.9α : χτυπώ τα πόδια στο δάπεδο κυρίως για να εκδηλώσω αποδοκιμασία.

[λόγ. ποδο- + -κροτώ κατά το χειροκροτώ]

ποδόλουτρο το [poδólutro] Ο41 : το βούτηγμα και η παραμονή των ποδιών μέσα σε νερό για ανακούφιση από πόνο, κούραση ή για θεραπευτικούς σκοπούς: Zεστό / χλιαρό / κρύο ~. Aυτό που μου χρειάζεται ύστερα από το περπάτημα είναι ένα ζεστό ~.

[λόγ. ποδο- + λουτρ(όν) -ον]

ποδοπάτημα το [poδopátima] Ο49 : η ενέργεια του ποδοπατώ: Tο ~ της σημαίας από τους διαδηλωτές. || (μτφ.): Δε θ΄ ανεχθώ το ~ της τιμής και της υπόληψής μου.

[ποδοπατη- (ποδοπατώ) -μα]

ποδοπάτηση η [poδopátisi] Ο33 : το ποδοπάτημα.

[λόγ. ποδοπατη- (ποδοπατώ) -σις > -ση]

ποδοπατώ [poδopató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. πατώ (βίαια) κπ. ή κτ. με τα πόδια μου: Άρχισαν να τον ποδοπατούν και να τον χτυπάνε με μανία. Ποδοπατήθηκε από ένα κοπάδι αγριεμένα βουβάλια. Bρήκε το καπέλο του ποδοπατημένο και καταλερωμένο. 2. (μτφ.) καταπατώ, παραβιάζω ανοιχτά και προκλητικά, κατεξευτελίζω: Ποδοπάτησαν τους νόμους / την ηθική / το κύρος των θεσμών.

[ποδο- + πατώ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες