Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποίκιλση
1 εγγραφή
ποίκιλση η [píkilsi] Ο33 : η διακόσμηση κυρίως με ύφανση ή με κέντημα.

[λόγ. < αρχ. ποίκιλ(σις) `ποικιλία΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες