Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνιγμονή
1 εγγραφή
πνιγμονή η [pniγmoní] Ο29 : (ιατρ.) ασφυξία που προκαλείται από μηχανική απόφραξη των ανώτερων αναπνευστικών οδών.

[λόγ. < ελνστ. πνιγμονή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες