Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πνιγηρός -ή -ό [pnijirós] Ε1 : που εμποδίζει, που δυσκολεύει την αναπνοή· αποπνικτικός: H ατμόσφαιρα του δωματίου είναι πνιγηρή από τους καπνούς των τσιγάρων.
[λόγ. < αρχ. πνιγηρός]