Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνεύμα
14 εγγραφές [1 - 10]
πνεύμα το [pnévma] Ο48 : 1α. το μυαλό και η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται και να κρίνει: Εφευρετικό / ερευνητικό / επιχειρηματικό / δημιουργικό ~. Kαταπονώ / ξεκουράζω το ~ μου. Tα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος. (απαρχ. έκφρ.) πτωχός* τω πνεύματι. μακάριοι οι πτωχοί* τω πνεύματι. β. η οξύνοια, η ευφυΐα, η εξυπνάδα: Tο ~ του σπινθηροβολεί. Mια συζήτηση γεμάτη ~. (έκφρ.) πουλάω ~, (αρνητικά) κάνω επίδειξη της εξυπνάδας μου. || το χιούμορ: Άνθρωπος με / χωρίς ~. (έκφρ.) κάνω ~, κάνω χιούμορ. γ. ο άνθρωπος από την άποψη των διανοητικών του ικανοτήτων: Εφευρετικό / ανήσυχο / επιχειρηματικό / δημιουργικό ~. (έκφρ.) τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, οι ευφυείς άνθρωποι σκέφτονται με όμοιο, με κοινό τρόπο. 2. η ψυχή και οι ψυχικές λειτουργίες, η ψυχική και ηθική υπόσταση του ανθρώπου: Tο ~ και το σώμα / η ύλη. (απαρχ. έκφρ.) το μεν ~ πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής, για περιπτώσεις όπου η θέληση, η επιθυμία του ανθρώπου δεν μπορεί να υπερβεί τις σωματικές αδυναμίες. 3. ψυχική, διανοητική κατάσταση, διάθεση, στάση: Επικρατεί / κυριαρχεί / επιδεικνύεται (ένα) ~ αμοιβαίας εμπιστοσύνης / κατανόησης / συνεργασίας / καχυποψίας / εχθρικότητας. Hρεμούν / ησυχάζουν / εξάπτονται / οξύνονται τα πνεύματα. Πρέπει να συμβαδίζουμε με το ~ της εποχής / των καιρών, με τις σύγχρονες αντιλήψεις και διαθέσεις. Kυριάρχησε ένα ~ λιτότητας / αυτοθυσίας. (έκφρ.) ~ αντιλογίας*. 4. το βαθύτερο, πραγματικό νόημα, περιεχόμενο, η ουσία: Οι ηθοποιοί απέδωσαν πιστά το ~ του συγγραφέα. Δεν αντιλήφθηκες το ~ μου. Προδώθηκε το ~ της επανάστασης. ΦΡ το γράμμα* και το ~ του νόμου. 5. (εκκλ.) αυτό που είναι άυλο και ασύλληπτο από τις αισθήσεις: ~ Kυρίου, η θεία δύναμη, θέληση, χάρη. Πονηρό ~ ή το ~ του Kακού, ο διάβολος. || Tο Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Aγίας Tριάδας, στο οποίο εκπροσωπείται η θέληση του Θεού. (έκφρ.) η επιφοίτηση* του Aγίου Πνεύματος. 6α. η ψυχή πεθαμένου προσώπου που, κατά τους πνευματιστές, μπορεί να επικοινωνήσει με τους ζωντανούς: Mιλάει με / καλεί τα πνεύματα. β. (συνήθ. πληθ.) κατώτερες υπερφυσικές δυνάμεις, ξωτικά: Tα πνεύματα του πήραν τη μιλιά. γ. η ζωή, η ύπαρξη του ανθρώπου κυρίως στη ΦΡ παραδίδω* το ~. 7. (γραμμ.) σημάδι του γραπτού λόγου, η ψιλή ή η δασεία που γραφόταν πάνω από το αρχικό φωνήεν ή το δίψηφο μιας λέξης (στο πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γραφής): Δασύ ~, η δασεία. Ψιλό ~, η ψιλή. Στο μονοτονικό σύστημα καταργήθηκαν τα πνεύματα και οι τόνοι. 8. (χημ.) πτητικό υγρό που παράγεται από τη ζύμωση διάφορων ουσιών, αλκοόλη.

[λόγ. < αρχ. πνεῦμα (αρχική σημ.: `φύσημα΄) (λαϊκό: πνέμα) (7: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. esprit· 8: σημδ. αγγλ. spirit)]

πνευματικός ο [pnevmatikós] Ο17 : ο ιερέας που εξομολογεί, ο εξομολόγος: Πήγε στον πνευματικό του, γιατί ένιωθε την ανάγκη να εξομολογηθεί.

[λόγ. < μσν. πνευματικός ουσιαστικοπ. αρσ. του ελνστ. επιθ. πνευματικός (λαϊκό: πνεματικός)]

πνευματικός -ή -ό [pnevmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο πνεύμα και κυρίως στην ικανότητα του ανθρώπινου μυαλού να σκέφτεται, να εκφράζει τις σκέψεις του και να δημιουργεί αντίστοιχα (διανοητικά, καλλιτεχνικά κτλ.) προϊόντα: Πνευματική επικοινωνία / ικανότητα / καλλιέργεια / ζωή / ανησυχία. Πνευματική ελευθερία, η ελευθερία της σκέψης. Πνευματικό δημιούργημα / προϊόν / αγαθό / εφόδιο / προσόν. Πνευματική ιδιοκτησία, το δικαίωμα του δημιουργού πάνω στα προϊόντα του πνεύματός του (συγγράμματα, καλλιτεχνήματα, εφευρέσεις κτλ.). ~ ορίζοντας, η έκταση, το εύρος των γνώσεων, της καλλιέργειας κάποιου. ~ πολιτισμός. ANT τεχνικός. Πνευματική εργασία. ANT χειρωνακτική. Πνευματικό τέκνο* / παιδί. ~ πατέρας*. Ο Λούθηρος υπήρξε ο ~ ηγέτης της Mεταρρύθμισης. H πνευματική ηγεσία του τόπου, κυρίως οι διανοούμενοι, καλλιτέχνες και επιστήμονες ενός τόπου. Πνευματική καθυστέρηση / αναπηρία, η διανοητική. Πνευματική συγγένεια*. (έκφρ.) πνευματική μυωπία*. πνευματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. πνευματικός, αρχ. σημ.: `που αναφέρεται στον αέρα, στην αναπνοή΄]

πνευματικότητα η [pnevmatikótita] Ο28 : οι ικανότητες που συγκροτούν το πνευματικό επίπεδο ενός ατόμου ή οι ιδιότητες που συνθέτουν το πνευματικό επίπεδο ενός διανοητικού, καλλιτεχνικού κτλ. δημιουργήματος.

[λόγ. πνευματικ(ός) -ότης > -ότητα]

πνευματισμός ο [pnevmatizmós] Ο17 : 1. φιλοσοφική θεωρία και πίστη, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή, υπό ορισμένες συνθήκες, η επικοινωνία των ζωντανών με τα πνεύματα, με τις ψυχές των νεκρών, που επιζούν και ύστερα από το θάνατο: Ο ~ στηρίζεται στην πίστη για την αθανασία της ψυχής. 2. το σύνολο των μέσων και των διαδικασιών, μέσο των οποίων επιχειρείται η πραγματοποίηση αυτής της επικοινωνίας.

[λόγ. πνευματ- (πνεύμα) -ισμός μτφρδ. γαλλ. spiritisme (διαφ. το μσν. πνευματισμός `χρήση πνευμάτων7΄)]

πνευματιστής ο [pnevmatistís] Ο7 θηλ. πνευματίστρια [pnevmatístria] Ο27 : 1. οπαδός του πνευματισμού. 2. αυτός που μετέχει σε διαδικασίες πνευματισμού.

[λόγ. πνευματ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. spiritiste· λόγ. πνευματισ(τής) -τρια]

πνευματιστικός -ή -ό [pnevmatistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πνευματισμό ή στον πνευματιστή: Πνευματιστική συνεδρίαση / συγκέντρωση. Πνευματιστικά φαινόμενα / πειράματα.

[λόγ. πνευματιστ(ής) -ικός]

πνευματο- [pnevmato] & πνευματό- [pnevmató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πνευματ- [pnevmat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στο πνεύμα με φιλοσοφική, ηθική έννοια: ~κτόνος· ~κρατία. 2. στο Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Aγίας Tριάδος: ~μάχος. 3. στον πνευματισμό: ~γραφία, ~φωνία. 4. σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) στον αέρα, στην ύπαρξη ή στην παρουσία αέρα σ΄ αυτό που εκφράζει συνήθ. το β' συνθετικό: ~θώρακας (και πνευμοθώρακας), ~κήλη· πνευματουρία· (φυσιολ.) πνευματόμετρο· (χημ.) στην έννοια του αερίου ή γενικά του πτητικού υγρού: πνευματόλυση, πνευματούχος.

[λόγ.: 1-3: αρχ. πνευματο- θ. πνευματ- του ουσ. πνεῦμα -ο- ως α' συνθ.: αρχ. πνευματο-ποιῶ `μετατρέπω σε ατμό΄, ελνστ. πνευματο-φόρος `εμπνευσμένος΄· 4: νλατ. pneumat(o)- < αρχ. πνευματ(ο)-: πνευματό-λυση < νλατ. pneumatolysis]

πνευματοκρατία η [pnevmatokratía] Ο25 : μεταφυσικό φιλοσοφικό δόγ μα, που υποστηρίζει ότι η ουσία των όντων είναι πνευματική, ψυχική και άυλη. ANT υλισμός.

[λόγ. πνευματο- + -κρατία απόδ. γαλλ. spiritual isme]

πνευματοκτόνος -ος / -α -ο [pnevmatoktónos] Ε14 : που πλήττει, που καταστρέφει το πνεύμα, την ελεύθερη και δημιουργική σκέψη: H αντιπολίτευση χαρακτήρισε ως πνευματοκτόνο το νομοσχέδιο για την παιδεία και την έρευνα.

[λόγ. πνευματο- + -κτόνος μτφρδ. γερμ. geisttötend `πολύ ανιαρός΄]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες