Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνευστός
1 εγγραφή
πνευστός -ή -ό [pnefstós] Ε1 : που λειτουργεί με φύσημα: Πνευστά μουσικά όργανα. || (ως ουσ.) τα πνευστά, μουσικά όργανα που παίζονται με φύσημα (σε αντιδιαστολή προς τα κρουστά και τα έγχορδα).

[λόγ. < ελνστ. πνευστός `που εκπνέεται΄ σημδ. γερμ. Blasinstrument]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες