Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνευμονόκοκκος
1 εγγραφή
πνευμονόκοκκος ο [pnevmonókokos] Ο20α : (ιατρ.) μικρόβιο των αναπνευστικών οργάνων.

[λόγ. < γαλλ. pneumocoque < pneumo- = πνευ μο(νο)- + αρχ. κόκκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες