Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνευμονολόγος
1 εγγραφή
πνευμονολόγος ο [pnevmonolóγos] Ο18 θηλ. πνευμονολόγος [pnevmo nolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στις παθήσεις των πνευμόνων.

[λόγ. < γαλλ. pneumologue < pneumo- = πνευμο(νο)- + -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες