Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνευμοθώρακας
1 εγγραφή
πνευμοθώρακας ο [pnevmoθórakas] & πνευμονοθώρακας ο [pnevmo noθórakas] Ο5 : (ιατρ.) η μη φυσιολογική ύπαρξη αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα. || Tεχνητός ~, η εισαγωγή αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα για θεραπευτικούς σκοπούς. Aυτόματος ~, η είσοδος αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα συνήθ. λόγω διάτρησης της επιφάνειας του πνεύμονα (από ασθένεια, τραυματισμό, βλάβη).

[λόγ. < νλατ. pneumo thorax < pneumo- = πνευμο- + αρχ. θώραξ, αιτ. -ακα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες