Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνευματιστής
1 εγγραφή
πνευματιστής ο [pnevmatistís] Ο7 θηλ. πνευματίστρια [pnevmatístria] Ο27 : 1. οπαδός του πνευματισμού. 2. αυτός που μετέχει σε διαδικασίες πνευματισμού.

[λόγ. πνευματ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. spiritiste· λόγ. πνευματισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες