Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνευμάτωση
1 εγγραφή
πνευμάτωση η [pnevmátosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική συνήθ. κατάσταση, που συνίσταται στο σχηματισμό (μεγάλης) ποσότητας αερίων σε κοιλότητες ή σε ιστούς του σώματος: Kυστοειδής ~.

[λόγ. < νλατ. pneumatosis < ελνστ. πνευμάτω(σις) -ση `φούσκωμα΄ (αρχ. σημ.: `εξάτμιση΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες