Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνίξιμο
1 εγγραφή
πνίξιμο το [pníksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πνίγω: Kινδύνεψε να πεθάνει από ~. || (με υπερβολή, συχνά απειλητικά): Είσαι για ~!, για κπ. που διέπραξε κτ. πολύ σοβαρό, που προκάλεσε μεγάλη ζημιά, μεγάλα προβλήματα. || (μτφ.): Tο ~ της φωνής / του πόνου / της εξέγερσης / του σκανδάλου.

[πνιξ- (πνίγω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες