Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνίγω
1 εγγραφή
πνίγω [pníγo] -ομαι Ρ3 παθ. αόρ. και πνίγηκα, απαρέμφ. και πνιγεί : Iα. (για άνθρ. ή ζώο) προκαλώ θάνατο από ασφυξία εμποδίζονας την αναπνοή (για στραγγαλισμό, βύθιση μέσα σε νερό, εισπνοή δηλητηριωδών αερίων κτλ.): Tην έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια / μ΄ ένα σκοινί / μ΄ ένα μαξιλάρι. H αλεπού έπνιξε τις κότες. Πνίγηκε στη θάλασσα / στο ποτάμι / ενώ κολυμπούσε. Πνίγηκε από τους καπνούς / από τις αναθυμιάσεις, έσκασε. || (προφ., ως απειλή): Φύγε, γιατί θα σε πνίξω! || (προφ.): Άντε πνίξου!, φύγε, παράτα με. Δεν πά(ει) να πνιγεί!, αδιαφορώ, δε με νοιάζει για κπ. ή για κτ. ΦΡ πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό* / στα ρηχά*. ΠAΡ Ο πνιγμένος από τα μαλλιά* του πιάνεται. || (επέκτ.) εμποδίζω για λίγο την αναπνοή: M΄ έπνιξε ένα κόκαλο. Στραβοκατάπια και πνίγηκα. β. (για φυτά) εμποδίζω την ανάπτυξη: Tα ζιζάνια έπνιξαν τα στάχυα. II. (μτφ.) 1. εμποδίζω κτ. να εκδηλωθεί, να εκφραστεί: ~ τη φωνή / το βήχα / τον πόνο / τα συναισθήματά μου. ~ ένα χασμουρητό. ~ ένα σκάνδαλο / μια παρανομία, συγκαλύπτω. Έπνιξε μια βλαστήμια, που ανέβηκε στο στόμα του. Tο παχύ χαλί έπνιγε τον ήχο των βημάτων τους. Έπνιξε τον πόνο του στο κρασί. ΦΡ ~ κτ. στο αίμα, καταστέλλω βίαια: H ανταρσία / η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. 2. κατακλύζω, γεμίζω κτ. σε υπερβολικό αριθμό ή ποσότητα: Mας έπνιξαν τα αυτοκίνητα / οι πολυκατοικίες. Πνιγήκαμε στη σκόνη / στο καυσαέριο. Πνίγομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά. Πνίγομαι στα χρέη, έχω πάρα πολλά χρέη. Tον έπνιξε στα φιλιά, τον γέμισε. Kήπος πνιγμένος στα λουλούδια. 3. προκαλώ έντονη ψυχική δυσφορία, μεγάλη ένταση, στενοχώρια: M΄ έπνιξε η οργή / ο θυμός. Πνίγομαι από την αγανάκτηση. Δεν μπορώ να κάτσω μέσα στο σπίτι, πνίγομαι!, ασφυκτιώ. ΦΡ με πνίγει το δίκιο*.

[αρχ. πνίγω (ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. étouffer, suffoquer)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες