Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλουμιστός -ή -ό [plumistós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που είναι διακοσμημένος με, συνήθ. ζωγραφιστά ή κεντητά, στολίδια: Πλουμιστή φορεσιά / μαντίλα. || πολύχρωμος: Tα πλουμιστά φτερά της πεταλούδας.
[μσν. πλουμιστός < πλουμισ- (πλουμίζω) -τός]