Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλονζόν
1 εγγραφή
πλονζόν το [plonzón] Ο (άκλ.) : (ποδ., παρωχ.) εκτίναξη του τερματοφύλακα για απόκρουση της μπάλας.

[λόγ. < γαλλ. plongeon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες