Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλισές
1 εγγραφή
πλισές ο [plisés] Ο13 : σύνολο, σειρά από στενές, πυκνές και μόνιμες πτυχές, που γίνονται σε ύφασμα: ~ της μηχανής. || (επέκτ.) το ύφασμα ή το φόρεμα με τέτοιες πτυχές. πλισεδάκι το YΠΟKΟΡ.

[γαλλ. plissé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες