Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλησιέστερος
1 εγγραφή
πλησιέστερος -η -ο [plisiésteros] Ε5 : 1. που βρίσκεται πιο κοντά, σε πιο κοντινή απόσταση από κπ. ή από κτ. άλλο: Πήγε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα και κατέθεσε μήνυση. Tο πλησιέστερο βενζινάδικο είναι σε ένα χιλιόμετρο. 2. (μτφ.) που βρίσκεται πιο κοντά σε κπ., που έχει μεγαλύτερη συγγένεια, ομοιότητα με κπ. (σε σχέση με τρίτους): Προσχώρησε στο κόμμα με τις πλησιέστερες προς τις δικές του απόψεις. Δε βρήκα γραβάτα στο χρώμα που ήθελα κι αγόρασα το πλησιέστερο. Οι πλησιέστεροι συγγενείς του ζουν στο Bόλο, οι στενότεροι. πλησιέστερα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. πλησιέστερος συγκρ. του αρχ. πλησίος σημδ. γαλλ. le plus proche (στα αρχ.: οἱ πλησίον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες