Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλησίασμα
1 εγγραφή
πλησίασμα το [plisíazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλησιά ζω, η προσέγγιση. ANT απομάκρυνση.

[λόγ. πλησιασ- (πλησιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες