Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληρώνω
1 εγγραφή
πληρώνω [pliróno] -ομαι Ρ1 : 1. δίνω, καταβάλλω ένα χρηματικό ποσό: ~ με δόσεις / με επιταγή / με γραμμάτιο / σε ρευστό / τοις μετρητοίς* / εφάπαξ / κάθε μήνα / με συνάλλαγμα / με πιστωτική κάρτα / με γερμανικά μάρκα / σε είδος. Πλήρωσα χίλιες δραχμές για ναύλα. Σε ποιον / πού / πότε θα πληρώσω; Γκαρσόν, να πληρώσω, παρακαλώ! Aκόμα ~ για το διαμέρισμα που αγόρασα. Θα σε πληρώσει η ασφάλειά μου. ~ τα μαλλιά της κεφαλής μου / τα μαλλιοκέφαλά μου, πληρώνω πάρα πολλά. ΦΡ ~ από την τσέπη* μου. 2α. δίνω χρήματα ως αντίτιμο, αντάλλαγμα για κτ. που μου προσφέρθηκε, που αγόρασα (εμπόρευμα, εργασία, υπηρεσία), καταβάλλω την αξία του σε χρήμα: ~ το φαΐ / το ξενοδοχείο / το ταξί / τον ηλεκτρολόγο / τον υδραυλικό. Πλήρωσα τα έπιπλα πολύ ακρι βά. ~ με το κομμάτι / με την ώρα. Πώς θα πληρώσετε το ψυγείο, με δόσεις ή τοις μετρητοίς; Οι εργάτες δεν πληρώθηκαν ακόμα τα μεροκάματά τους. Θα πληρωθείς καλά τη δουλειά σου. Tαξίδι με πληρωμένα όλα τα έξοδα. Tον πλήρωσε μ΄ ένα πλαστό πεντοχίλιαρο. Πλήρωσα όλους τους λογαριασμούς. Πλήρωσες το εισιτήριο; Tο αφεντικό δε μας πληρώνει κα λά. || (έκφρ.) ~ κτ. ή κπ. (για)…, καταβάλλω αναντίστοιχα υψηλό κόστος, τίμημα: Πήρα ντομάτες και τις πλήρωσα (για) χρυσάφι. Tράκαρα το σαράβαλό του και το πλήρωσα (για) καινούριο. ΦΡ τι πληρώνεις, την τσόχα ή τα ραφτικά*; β. δίνω χρήματα, εξοφλώ μια οφειλή, ένα χρέος: ~ το νοί κι / τους φόρους / το μισθό / το φως / το νερό / το τηλέφωνο. ~ την αποζημίωση / τη διατροφή / τους τόκους / τα λύτρα / τη συνδρομή. 3. δωροδο κώ, εξαγοράζω κπ.: Πλήρωσε τους μάρτυρες για να καταθέσουν εις βάρος μου. Πλήρωσε τον εξεταστή και πήρε το δίπλωμα οδήγησης. Xάσαμε τον αγώνα, γιατί ο διαιτητής / ο τερματοφύλακας ήταν πληρωμένος. Πληρωμένος φονιάς / δολοφόνος. ΦΡ πληρωμένη πένα*. πληρωμένος κονδυλοφόρος*. 4. (μτφ.) α. υφίσταμαι τις δυσάρεστες, τις αρνητικές συνέπειες των πράξεων, των ενεργειών μου: Θα πληρώσει (για) τα εγκλήματά του / αδικήματά του / κρίματά του. Πλήρωσε το σφάλμα της με τη ζωή της. || (έκφρ.) ~ (κτ.) ακριβά*. όλα εδώ πληρώνονται!, έρχεται πάντα μια στιγμή στη ζωή που τιμωρείται κάποιος για κτ. κακό που έχει κάνει. ΦΡ ~ τα σπασμένα*. ~ τη νύφη*. ~ τα κερατιάτικα*. β. αποκτώ, πετυχαίνω κτ. με κάποιο αντάλλαγμα, κόστος: Πλήρωσε τη νίκη / την επιτυχία του πολύ ακριβά. γ. ανταποδίδω ένα καλό ή κακό που μου έγινε από κπ., ανταμείβω ή τιμωρώ κπ.: Tο καλό / κακό που μου ΄κανες, ο Θεός να σου το πληρώσει. Ο κόπος που κατέβαλε δεν πληρώνεται με τίποτα. (έκφρ.) δίνω / παίρνω πληρωμένη απάντηση, εύστοχη, αποστομωτική. ΦΡ ~ κπ. με το ίδιο νόμισμα*.

[μσν. πληρώνω < αρχ. πληρ(ῶ) -ώνω `γεμίζω, ξεπληρώνω΄ (η σημερ. σημ. ελνστ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες