Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληρωτής
1 εγγραφή
πληρωτής ο [plirotís] Ο7 : αυτός που (πρέπει να) καταβάλλει ένα χρηματικό ποσό: Kαλός ~, έντιμος, καλοπληρωτής. Kακός ~, κακοπληρωτής.

[αρχ. πληρωτής `που συμπληρώνει΄, μσν. σημ.: `που πληρώνει το χρέος άλλου΄, κατά την εξέλ. της σημ. του πληρώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες