Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλημμυροπαθής
1 εγγραφή
πλημμυροπαθής -ής -ές [plimiropaθís] Ε10 : 1. (για τόπο) που έχει πληγεί από πλημμύρα: Πλημμυροπαθείς περιοχές. 2. (για άνθρ.) που έπαθε ζημιές, καταστροφές από πλημμύρα: Πλημμυροπαθείς πληθυσμοί. || (ως ουσ.) ο πλημμυροπαθής: Tο κράτος θα ενισχύσει τους πλημμυροπαθείς.

[λόγ. πλημμύρ(α) -ο- + -παθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες