Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλεύσιμος
1 εγγραφή
πλεύσιμος -η -ο [pléfsimos] Ε5 : που πάνω του μπορεί κάποιος να πλεύσει· πλόιμος1.

[λόγ. < μσν. πλεύσιμος < πλευσ- (πλέω) -ιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες