Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλεύση
1 εγγραφή
πλεύση η [pléfsi] Ο31 : 1. η πορεία ενός πλοίου στη θάλασσα: Οδηγίες / ταχύτητα / γραμμή / αλλαγή πλεύσης. 2. (μτφ.) πορεία: H αντιπολίτευση ακολουθεί παράλληλη ~ με την κυβέρνηση στα εθνικά θέματα. ΦΡ γραμμή πλεύσης, η πορεία που πρέπει να ακολουθήσει κανείς, η τακτική. αλλαγή πλεύσης, αλλαγή στην τακτική που ακολουθεί κανείς: Aνώτατα κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν ότι, αν δεν υπάρξει αλλαγή πλεύσης, το κόμμα θα χάσει τις επόμενες εκλογές.

[λόγ. < ελνστ. πλεῦ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες