Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλεχτός
1 εγγραφή
πλεκτός -ή -ό [plektós] & πλεχτός -ή -ό [plextós] Ε1 : 1. που έχει κατασκευαστεί με πλέξιμο: Πλεκτό καλάθι. Πλεκτή κουβέρτα / μπλούζα. Πλεκτό πουλόβερ / ταγέρ / γάντι. Εργοστάσιο πλεκτών υφασμάτων / ειδών. || Πλεκτή ομοιοκαταληξία, είδος ομοιοκαταληξίας, στην οποία ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο κτλ. 2. (ως ουσ.) το πλεκτό: α. ένδυμα (συνήθ. εξωτερικό), που είναι κατασκευασμένο με πλέξιμο στο χέρι ή στη μηχανή: Kατάστημα / βιομηχανία / βιοτεχνία πλεκτών. Aνδρικά / γυναικεία / παιδικά / ολόμαλλα πλεκτά. Xειροποίητα πλεκτά. β. το εργόχειρο που πλέκεται στο χέρι: Kοντεύεις να τελειώσεις το πλεχτό σου;

[λόγ. < αρχ. πλεκτός· αρχ. πλεκτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες