Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλευστότητα η [plefstótita] Ο28 : η ιδιότητα ενός σκάφους να παραμένει στην επιφάνεια της θάλασσας: Aρνητική / μηδενική ~.
[λόγ. πλευστ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. αγγλ. navigability]