Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλευριτικός
2 εγγραφές [1 - 2]
πλευριτικός ο [plevritikós] Ο17 : αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα.

[πλευρίτ(ης) -ικός]

πλευριτικός -ή -ό [plevritikós] Ε1 : που αναφέρεται στην πλευρίτιδα: Πλευριτικό φύσημα. || (ως ουσ.) ο πλευριτικός*.

[λόγ. < γαλλ. pleurétique, pleuritique < μσνλατ. pleuriticus < αρχ. πλευρῖτ(ις) -icus = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες