Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλευρίτης
1 εγγραφή
πλευρίτης ο [plevrítis] Ο10 : (προφ.) η πλευρίτιδα.

[ελνστ. ὁ πλευρίτης < αρχ. ἡ πλευρῖτις (μεταπλ. με βάση την αιτ. πλευρῖτιν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες