Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλευρίτης ο [plevrítis] Ο10 : (προφ.) η πλευρίτιδα.
[ελνστ. ὁ πλευρίτης < αρχ. ἡ πλευρῖτις (μεταπλ. με βάση την αιτ. πλευρῖτιν)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ελνστ. ὁ πλευρίτης < αρχ. ἡ πλευρῖτις (μεταπλ. με βάση την αιτ. πλευρῖτιν)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |