Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλερέζα
1 εγγραφή
πλερέζα η [pleréza] Ο25 : μαύρο πέπλο που καλύπτει το κεφάλι και το πρόσωπο και που το φορούσαν οι χήρες ως ένδειξη πένθους. ΦΡ βάζω / φορώ πλερέζες, (ιδ. ειρ.) στενοχωριέμαι, λυπάμαι.

[λόγ. < γαλλ. pleureus(e) `πένθος στο μανίκι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες