Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλεοναστικός -ή -ό [pleonastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πλεονασμό. || που υπάρχει ή που γίνεται κατά πλεονασμό: Πλεοναστική χρήση λέξεων.
πλεοναστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πλεονασ(μός) -τικός]