Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλεκτάνη
1 εγγραφή
πλεκτάνη η [plektáni] Ο30 : σχέδιο ή σύνολο ενεργειών, που εμπεριέχει δόλο και που έχει στόχο να παρασύρει, να εξαπατήσει ή και να βλάψει κπ.· μηχανορραφία, δολοπλοκία, παγίδα: Στήνω μια / πέφτω σε μια ~. Σατανική ~ των μυστικών υπηρεσιών.

[λόγ. < ελνστ. πλεκτάνη `δίχτυ αράχνης, δόλια ενέργεια΄, αρχ. σημ.: `κτ. πλεγμένο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες