Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλειοψηφώ
2 εγγραφές [1 - 2]
πλειοψηφώ [pliopsifó] Ρ10.9α : έχω ή παίρνω την πλειοψηφία. ANT μειο ψηφώ: H πρόταση / η άποψη / η γνώμη πλειοψήφησε κατά την ψηφοφορία. H παράταξη / το κόμμα / ο συνδυασμός / το ψηφοδέλτιο πλειοψήφησε στις εκλογές. Στον πληθυσμό του πλανήτη μας πλειοψηφούν οι γυναίκες, είναι περισσότερες αριθμητικά (από τους άντρες).

[λόγ. πλειοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

πλειοψηφών -ούσα -ούν [pliopsifón] Ε12β : (λόγ.) που έχει, που διαθέτει την πλειοψηφία. ANT μειοψηφών: Ο ~ συνδυασμός / σύμβουλος. H πλειοψηφούσα παράταξη / άποψη.

[λόγ. μεε. του πλειοψηφώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες