Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλαϊνός
1 εγγραφή
πλαϊνός -ή -ό [plainós] Ε1 : α. που βρίσκεται δίπλα, στο πλάι, διπλανός: H πλαϊνή πόρτα / πολυκατοικία. Tο πλαϊνό σπίτι / μαγαζί. Ο ~ ένοικος / μαθητής. || που δεν είναι κεντρικός: Διέφυγε από μια πλαϊνή πόρτα. β. (ως ουσ.) β1. ο πλαϊνός, αυτός που κάθεται δίπλα, ο γείτονας. β2. τα πλαϊ νά, οι πλευρές, τα τμήματα που βρίσκονται στα πλάγια: Tα πλαϊνά του πλοίου.

[πλαγινός (αποβ. του [j] κατά το πλάι) < πλάγ(ι) -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες