Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλατινένιος -α -ο [platinénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από πλατίνα: Πλατινένιο βραχιόλι / ρολόι / δαχτυλίδι. ~ δίσκος*. 2. (για μαλλιά) που το χρώμα τους είναι ανοιχτό ξανθό προς το ασημί: Πλατινένια μαλλιά.
[πλατίν(α) -ένιος]