Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλαστουργός
1 εγγραφή
πλαστουργός ο [plasturγós] Ο17 : (λογοτ.) ιδίως για το Θεό, ως δημιουργό του κόσμου, του σύμπαντος.

[λόγ. < ελνστ. πλαστουργός `κατασκευαστής καλουπιών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες