Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλαστελίνη
1 εγγραφή
πλαστελίνη η [plastelíni] Ο30 : είδος εύπλαστου στερεού υλικού, με το οποίο συνήθ. τα παιδιά πλάθουν, διαμορφώνουν διάφορα αντικείμενα: Xρωματιστές πλαστελίνες. Aνθρωπάκι / ζωάκι από ~.

[λόγ. < αγγλ. plastelline (-ine = -ίνη) < Ρlastilina σήμα κατατ. < αρχ. θ. πλαστ- (πλάθω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες