Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλαστίνη η [plastíni] Ο30 : η κυριότερη λευκωματώδης ουσία του πρωτοπλάσματος των κυττάρων.
[λόγ. < γερμ. Ρlastin (-in = -ίνη) < αρχ. θ. πλαστ- (πλάθω)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < γερμ. Ρlastin (-in = -ίνη) < αρχ. θ. πλαστ- (πλάθω)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |